- μετακένωση
- η1. μετάγγιση2. η εκ νέου πρόσληψη από τους Έλληνες τών επιστημών και ειδικά τής κλασικής παιδείας, τών οποίων η μετάδοση και η εξάπλωση στους Ευρωπαίους συνετέλεσε στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, αλλ. μετακένωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετακενώνω. Η λ., στον λόγιο τ. μετακένωσις, μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.